- ἑλειοβάται
- ἑλειοβάτηςwalking the marshmasc nom/voc plἑλειοβάτᾱͅ , ἑλειοβάτηςwalking the marshmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελειοβάτης — ἑλειοβάτης και ἑλειβάτης, ο (Α) 1. αυτός που περπατάει μέσα στα έλη, που κατοικεί σε ελώδη περιοχή 2. «ἑλειοβάται» οι κάτοικοι τής Αιγύπτου ή τού Δέλτα τού Νείλου … Dictionary of Greek